Με αφορμή την ολοκλήρωση της δεύτερης σεζόν του ‘The Sinner’ τον προηγούμενο μήνα, περνάμε στην ανασκόπηση μιας σειράς που έκανε αίσθηση τόσο με την εμφάνισή της πέρσυ αλλά και με τη συνέχισή της φέτος, συγκεντρώνοντας διθυραμβικές κριτικές ως επί το πλείστον από τους φίλους των αστυνομικών σειρών αγωνίας και μυστηρίου.
Όντας σειρά που λειτουργεί ως ανθολόγιο ιστοριών, ακολουθούμε σε κάθε σεζόν μια διαφορετική ιστορία που τις ενώνει ο αρχετυπικός ντετέκτιβ Harry Ambrose, στην προσπάθειά του να ανακαλύψει την ουσιαστική αλήθεια πίσω από σενάρια που άλλοι αντιπρόσωποι του Νόμου προσεγγίζουν επιδερμικά. Και οι δύο ιστορίες ακολουθούν ανθρωποκτονίες που προκαλούν οι πιο απίθανοι θήτες, φαινομενικά χωρίς κίνητρο. Στην πρώτη, το θύμα, ένας άγνωστος νεαρός με θύτη μία φιλήσυχη μητέρα, ενώ στη δεύτερη ένα ζευγάρι σε ένα επαρχιακό μοτέλ, νεκροί από δηλητηρίαση με υπεύθυνο το δεκατριάχρονο αγόρι του οποίου φέρονται ως κηδεμόνες. Και στις δύο περιπτώσεις, οι δράστες βρίσκονται σε σύγχυση, μη μπορώντας να εξηγήσουν τι τους ώθησε στις ακραίες πράξεις. Με αυτή την αφορμή, η σειρά φαίνεται να κάνει ‘βουτιά’ σε μια πολύ ενδιαφέρουσα εξερεύνηση στα ‘βάθη’ της ανθρώπινης ψυχανάλυσης, με όλες τις κοινωνικές και ψυχολογικές προεκτάσεις που ενέχει κάτι τέτοιο.
Σε μια τηλεοπτική παραγωγή φυσικά, αυτό που πραγματικά μας κεντρίζει αρχικά, δεν είναι άλλο από τις ερμηνείες των ηθοποιών και πραγματικά εδώ η σειρά ‘λάμπει’. Όλοι οι ηθοποιοί δίνουν τα μέγιστα με ρεαλιστικές ανθρώπινες ερμηνείες χωρίς τίποτα το υπερβολικό, περιττό ή τετριμμένο. Η Jessica Biel μας προκαλεί κόμπο στο στομάχι με μια αυθεντικά βασανισμένη ερμηνεία στην πρώτη σεζόν και στη δεύτερη η Carrie Coon μας ιντριγκάρει με τη δύναμη και την οξυδέρκειά της. Ωστόσο, αυτός που μας κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον και στις δύο σεζόν δεν είναι άλλος από τον κοινό μας συνοδοιπόρο ντετέκτιβ Ambrose. Πρόκειται για έναν Bill Pullman στα καλύτερά του, να προσδίδει έντονα παρεκκλίνοντα χαρακτηριστικά στο γνωστό μας ρόλο του ντετέκτιβ, αλλά πάντα εστιασμένος στον άνθρωπο και την ψυχή του.
Η σκηνοθεσία, η φωτογραφία και το ατμοσφαιρικό soundtrack της σειράς προσδίδουν τα μέγιστα σε αυτή την αίσθηση της εξιχνίασης ενός μυστηρίου, του οποίου τα αλλεπάλληλα στρώματα μας αποκαλύπτονται σταδιακά. Τα χρώματα και οι σκιές μας μεταφέρουν σε ενδοσκοπικές διαθέσεις, ονειρικά ιντερλούδια και αποκαλυπτικές για την ιστορία σκηνές που δεν στηρίζονται σε κανένα τέχνασμα με ‘shock value’ για να μας ανεβάσουν τους παλμούς.
Προσωπικά, ιδιαίτερη αίσθηση μου προκάλεσαν οι αρκετές νατουραλιστικές σκηνές, όπως το κολύμπι στη λίμνη ή ένας περίπατος στο δάσος, που πάντα συνδέονται με μία εσωτερική αποκάλυψη, ένα ξύπνημα της μνήμης ή την επιστροφή στην ουσία του εαυτού μας. Αυτά, σε αντιδιαστολή με τους φρενήρεις ρυθμούς της κοινωνίας, την χειριστικότητα στις ανθρώπινες σχέσεις και το αστικό τεχνητό περιβάλλον, έννοιες που μοιάζουν να προσδίδουν στην σύγχυση απέναντι στον εαυτό μας και τους άλλους.
Στο Sinner, αυτό που μας κερδίζει είναι ο τρόπος εκτέλεσης της αφήγησής του. Ο ρυθμός του σεναρίου μας αφήνει πάντα με ένα νέο κομμάτι του παζλ. Παράλληλα, κρατά τις πιθανότητες ανοιχτές έως και το τέλος της σεζόν χωρίς να μας απογοητεύει. Μας προκαλεί ως θεατές να κάνουμε τις δικές μας υποθέσεις, σαν να βρίσκεται σε έμμεσο διάλογο μαζί μας. Μένει μόνο να απαντήσουμε στην πρόκληση.